- ορτυγομάνα
- ηζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Crex crex τής οικογένειας rallidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μάνα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορτυγομήτρα — η (Α ὀρτυγομήτρα) είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα αρχ. κωμικός χαρακτηρισμός τής Λητούς στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, υγος + μήτρα] … Dictionary of Greek